Ζωρζ Σαρή, Τα Χέγια, Πατάκης, Αθήνα 1992
από τη μαθήτρια του Γ3 Β.Ζ.
Η Σταματίνα Κλάρα ή αλλιώς Μάτα, όπως τη φωνάζουν όλοι, είναι μια δεκαεφτάχρονη μαθήτρια της τρίτης Λυκείου, που ζει με τον πατέρα της και την ανύπαντρη θεία της στη Λαμία. Όνειρό της είναι να μπει στη Φιλοσοφική Σχολή. Έχει μεγάλη αδυναμία στον ποιητή Οδυσσέα Ελύτη και συχνά χρησιμοποιεί αποσπάσματα των ποιημάτων του στην καθημερινή της ζωή. Η Μάτα πιστεύει πως ο πατέρας της και η θεία της, της κρύβουν ένα μεγάλο μυστικό σχετικά με την μητέρα της. Ο μπαμπάς της, ο Βλάσης, δεν της έχει μιλήσει ποτέ για την μητέρα της και ούτε φωτογραφία της δεν της έχει δείξει ποτέ. Η θεία της, η Καλλιόπη, μια πολύ αυστηρή και συντηρητική γυναίκα, της έχει πει πως η μητέρα της πέθανε στη γέννα. Εκείνη όμως δεν την πιστεύει, επειδή συχνά της έρχεται μια ανάμνηση από όταν ήταν μωρό, όπου βλέπει μία νέα γυναίκα να τη νανουρίζει. Λίγες μέρες πριν την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, ο Βλάσης, ο πατέρας της, την προσκαλεί να πάνε στο χωριό τους, το Δαδί, για να γιορτάσουν τα Χέγια. Τα Χέγια είναι ένα καρναβάλι, πανηγύρι, στη διάρκεια του οποίου όλοι οι κάτοικοι του χωριού μασκαρεύονται, χορεύουν και μεθάνε. Η Μάτα δέχεται με μεγάλη χαρά. Εκεί γνωρίζει τον Γιάννη, τον γιο του δημάρχου, με τον οποίο έχουν πολλά κοινά. Είχε φοιτήσει στο ίδιο Λύκειο με την Μάτα και είναι δευτεροετής της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Η Μάτα τρέφει μεγάλη συμπάθεια γι' αυτόν, αφού χωρίς καλά καλά να τον γνωρίσει του λέει τα πάντα για τη ζωή της, τα όνειρά της, ακόμη και για τη μητέρα της. Μόλις τελειώνει το γλέντι ανταλλάσσουν τηλέφωνα και αποχαιρετιούνται. Τη Δευτέρα, όταν η Μάτα γυρίζει στο σχολείο, την περιμένει μια δυσάρεστη έκπληξη. Ο λυκειάρχης Θεόδουλος Θεοδούλου, επιβάλλει τριήμερη αποβολή στην τριμελή επιτροπή - μέσα σε αυτήν και η Μάτα. Οι λόγοι της αποβολής είναι πολιτικοί. Η τάξη είχε αποφασίσει να στείλει ένα γράμμα-διαμαρτυρία σε έναν δικτάτορα, τον Μπόθα, για τα βασανιστήρια και τις καταδίκες σε θάνατο των αντιπάλων του. Ο Θεοδούλου απαγόρευσε να σταλεί η διαμαρτυρία, επειδή είναι χουντικός. Όταν η Μάτα γυρίζει σπίτι της την περιμένει άλλο ένα δυσάρεστο γεγονός. Ένα ανώνυμο τηλεφώνημα την προειδοποιεί να σταματήσει τη διαμαρτυρία και την αποχή απ' τα μαθήματα, αλλιώς όλοι θα μάθουν πως ο πατέρας της τα χρόνια της χούντας δούλευε στην Ασφάλεια κι «έκοβε κεφάλια». Όταν ο πατέρας της το μαθαίνει αυτό, δεν αντέχει άλλο τις τύψεις και της λέει όλη την αλήθεια.
Παλιά δούλευε ως τμηματάρχης της Γενικής Ασφάλειας, ήταν δηλαδή υπεύθυνος για την έγκριση διαβατηρίων. Η μητέρα της, η Ειρήνη, ήταν θεατρίνα και δεν πέθανε στη γέννα όπως της είχε πει η θεία της. Η Ειρήνη συμμετείχε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου για την ανατροπή του καθεστώτος. Ζήτησε από τον Βλάση να της δώσει διαβατήριο να φύγει στο εξωτερικό, με την πρόφαση, πως εάν την πιάσουν οι αστυνομικοί, θα την σκοτώσουν. Ήταν η ιδανική λύση για να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα, δηλαδή να παίξει στο θέατρο, αφού δε θα είχε πια εμπόδιο τη Μάτα και το Βλάση για να γίνει διάσημη.
Όταν το μαθαίνει αυτό η Μάτα, συγχωρεί τον πατέρα της, χάρη στην παρέμβαση της κυρίας Νόρας, η οποία είναι η μητέρα της καλύτερης φίλης της. Εκείνη τη συμβουλεύει να υπογράψει τη διαμαρτυρία ακόμα κι αν αυτό επιφέρει συγκρούσεις.
Ένα βιβλίο που αξίζει κανείς να διαβάσει, πρώτον γιατί το θέμα του είναι για μια περίοδο πολύ κοντινή μας, για τις επιπτώσεις της χούντας και της εξέγερσης του Πολυτεχνείου στις ζωές των ανθρώπων ακόμη και αυτών που δεν την έζησαν, κατά τη διάρκειά τους. Μια άλλη ιδιαιτερότητα του βιβλίου που μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα είναι ότι η συγγραφέας παρουσιάζει την ιστορία δύο φορές. Μια από τη μεριά της Μάτα και μια από τη μεριά του πατέρα της. Αυτό με βοήθησε να αντιληφθώ τα συναισθήματα και τις σκέψεις που είχαν οι δύο ήρωες σε κάθε σημείο της ιστορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου