Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Δ. Χατζή, Η τελευταία αρκούδα του Πίνδου

Παραθέτουμε παρακάτω τη συνέχεια του αποσπάσματος Η τελευταία αρκούδα του Πίνδου από το μυθιστόρημα του Δ. Χατζή, Το Διπλό Βιβλίο, το πρώτο μέρος του οποίου μελετήσαμε στο βιβλίο των Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ γυμνασίου. Ας το διαβάσουμε (για να το δείτε όλο πατήστε το Διαβάστε περισσότερα στο τέλος):

Αυτό το ταξίδι της Κόνιτσας δεν το 'χε θελήσει, σε κανέναν λογαριασμό δεν το 'χε. Ο ξάδερφος που 'ταν εκεί, αυτός τον έφαγε να σηκωθεί και να πάει —είχανε λέει, να μιλήσουν. Πήγε. Ο ξάδερφος είχε, λοιπόν, και κείνος κάτι λεφτά, αυτόν περίμενε ν' ανοίξουν καθαριστήριον, έτοιμη την είχε και την ταμπέλα, Στεγνοκαθαριστήριον Ο Ήλιος —μαζί να τ' ανοίγανε —μαζί να δουλεύανε —σαν αδέρφια— σίγουρη δουλειά, σίγουρα τα κέρδη —Ντομπρινοβίτες είμαστε τέλος πάντων, κάτι ξέρουμε από τέτοια.
Ο Σκουρογιάννης τον άκουσε, φούσκωσε τα μάγουλα. Αν είναι για τα λεφτά, να του δώσει, του 'δινε μεταχαράς —σκοπό ν' ανοίξει καθαριστήριο δεν είχε κανέναν —κανένας ήλιος δεν του χρειάζεται. Ο ξάδερφος δεν κατάλαβε, δεν τον πίστεψε, τον ζόρισε ακόμα. Γιατί δεν θέλει να την ανοίξουνε τη δουλειά; Τι θα κάνει στο Ντομπρίνοβο; —νέος άνθρωπος ακόμα; Αν ήταν εδώ κανένας Σαββίδης, Γιαννόπουλος, μπορούσε να το εξηγήσει σ' αυτόν τον ξάδερφο πως ο Σκουρογιάννης έζησε έξω προλετάριος τόσα χρόνια —νόρμα, μιστός με κορδέλα στο δεκαπενθήμερο. Τώρα με τη σύνταξη, το μικρό του τον τόκο —δεν ήθελε, δεν χρειαζότανε καμιά δουλειά. Είπε, λοιπόν, πώς παιδεύτηκε πολύ, ήθελε τώρα να ξαποστάσει, το Ντομπρίνοβο, του φτάνει. Κ' είπε πάλι —να στα δώσω τα λεφτά —άνοιξε το, το μαγαζί σου.

Ο ξάδερφος δεν κατάλαβε τίποτα —τι τον πείραζε να τ' ανοίξουν το μαγαζί —αφού του τα 'δινε και τα λεφτά; Του 'γραψε και καταπίσω του γράμμα στο Ντομπρίνοβο. Έγραψε και στο γέρο τον Τράκα να του μιλήσει κι αυτός. Τότες ο Τράκας σηκώθηκε και πήγε στο σπίτι του. Και τι τον θέλεις, του λέει, αυτόν τον ξάδερφο, ανεπρόκοπος άνθρωπος είναι αυτός, θα ζημιωθείς να τα ταιριάσεις μαζί του, θα σου φάει και τα λεφτά. Έχουν αν θέλεις, και τα παιδιά του λεφτά, τους γράφει στη Λάρισα, μαγαζί μπορούν ν' ανοίξουν μαζί, θέλει μπακάλικο, καθαριστήριο θέλει, θέλει στα Γιάννινα, στην Κόνιτσα, στο Τσεπέλοβο —χρειάζεται ένα και κει— σίγουρα θα πάει καλά. Τα 'χουμε εμείς τα λεφτά, μωρέ Μήτρο, κατάλαβε το.
— Κι αφού τα 'χετε τα λεφτά, τι τα θέλετε και τ΄ άλλα τα μαγαζιά;
Ο Τράκας άνοιξε τα μάτια του, απόμεινε μ' ανοιχτό το ξεδοντιασμένο του στόμα. Εκατό χρόνια τώρα —εκατό μονάχα;— μαγαζιά στην Πόλη, στη Βάρνα, στη Θεσσαλονίκη, εμπόρια τώρα μεγάλα στη Λάρισα —κάθε Τράκας μπορούσε να δώσει την απάντηση που 'θελε αυτός, να μη τη δίνει, να τη δίνει και να μη τη δίνει, σ' ότι και να τον ρωτούσαν. Τι ν' απαντήσει σ' αυτόν το μπούφο;
— Πονηρός είναι αυτός, σκέφτηκε ό γέρος. Σίγουρα θα 'χει λεφτά μαζωμένα, μας παίζει.
Ο ξάδερφος δεν έπαιρνε απάντηση, σηκώθηκε και πήγε αυτός στο Ντομπρίνοβο. Άρχισε πάλι να τον ζορίζει. Σε τύλιξε, αυτός ο παλιόγερος, δικό μου φταίξιμο πού τον ανακάτεψα στη δουλειά μας.
— Τα λεφτά πού σου 'ταξα, εκατό χιλιάδες, θα σου τα δώσω. Να κάνουμε τα χαρτιά και μου τα χρωστάτε. Με μαγαζιά μη μ' ανακατεύεις εμένα —δεν θέλω, είπε τέλος ο Σκουρογιάννης και την έκοψε την κουβέντα. Τον είχανε ζορίσει κι αυτός κι ο Τράκας.
Και το πήρε πάλι το δισάκι του και κατέβηκε πάλι στη ρεματιά, στα πριόνια, με τους ανθρώπους, τα ζώα πού τυραννιόνταν, ανέβηκε πάλι στο ξέφωτο εκείνο — να ξεδώσει λίγο, να φύγει, απ' αυτούς. Τον είχαν πειράξει —σα να τον έβρισαν, να τον πρόσβαλαν. Ο κόσμος αραίωνε στο χωριό, άρχισαν και φεύγαν. Ας φεύγαν. Ξαναπήγε και τις άλλες μέρες στη ρεματιά, στα πριόνια, ξανανέβηκε στο βουνό, ξαναζήτησε πέρα απ' το ξέφωτο τα παλιά τα μονοπάτια πού βγάζουν στο Σμόλικα.

Μα κάπως έγινε κιόλας —δεν είναι πια σίγουρος πώς φτάνει να ζήσει μ' αυτά. Δεκάξι οικογένειες θ' απομένανε στο χωριό το χειμώνα —όλο γέροι.
Τότε σηκώθηκε και πήγε στο Βόλο να βρει τον Σταύρο. Πέντε χρόνια κάνανε στη Γερμανία μαζί —αυτόν ήθελε τώρα να δει και κανέναν άλλον.
Ένα μικρό σαπουνάδικο θα 'νοιγε ο Σταύρος γυρίζοντας —έτσι τους είπε —εκεί κάπου γύρω στο Βόλο. Αυτό σκεφτόταν. Όλα τα χρόνια της ξενιτιάς του. Τη μέρα δούλευε στο ΑΟΤΤΕΛ —χαμάλης στη Σπεντισιόν πριν από μένα —το βράδι πήγαινε σ' αυτή τη δουλειά —ήθελε να τη μάθει. Την έμαθε. Ήξερε πια και τις μηχανές, κάτι μικρές, κουκλίτσες αληθινές και φτηνές —πεντάρα-πεντάρα τα μάζευε τα λεφτά να τις αγοράσει. Και δεν το 'φκιαξε το μικρό σαπουνάδικο —μαγέρικο είχε ανοίξει πάνω στον καινούργιο δημόσιο δρόμο. Εκεί πήγε ο Σκουρογιάννης και τον βρήκε.
— Πώς έγινε;
—Όταν είπα για σαπουνάδικο, μου ρίχτηκαν όλοι να με φάνε ζωντανόν, τράπεζες, εφορίες, οι χωριάτες, ο συνεταιρισμός, οι έμποροι. Αγωνίστηκα λίγο, βαρέθηκα, μπούχτισα, δεν πήγα να πάρω τις μηχανές. Κι όταν είπα πια πως θ΄ ανοίξω μαγέρικο —ρεστοράν πάνω στο δρόμο, σκοτώθηκαν όλοι να με βοηθήσουν. Τι να πεις;
— Και γιατί δεν τ΄ ανοίγεις τώρα που πιάστηκες από λεφτά;
— Μεράκι είναι όλα, Σκουρογιάννη. Χάθηκε το μεράκι —τι σαπουνάδικο, τι μαγέρικο; Το μεράκι δεν το 'χω πια...
Ο Σκουρογιάννης ήθελε κι άλλα να πει, να τον ρωτήσει πολλά. Στο Ντομπρίνοβο δε μπορεί να ζήσει, καθαριστήριον δεν θέλει ν' ανοίξει —τι μπορεί να κάνει κανένας; Που μπορεί να πάει;
Και δε μπορέσανε τίποτα να μιλήσουν. Η γυναίκα του Σταύρου, πού βοηθούσε και στο μαγέρικο, τού 'πεσε δίπλα. Να τον παντρέψουν με μια ανιψιά της Βολιώτισσα —κορίτσι παρθένο— όχι τις βρώμες τις Γερμανίδες που μάθατε έξω —φτου... —καλομαθημένο, νοικοκυρά, με την προίκα του —κορίτσι Δημητράκη μου, πού να κάνει στράκες. Ο Σκουρογιάννης δεν ήξερε καθόλου πως είναι αυτά τα βολιώτικα τα κορίτσια πού κάνουνε στράκες. Εκείνη η Σιαρλότε, κάτι Ανεμαρίες ή Γκέρτες στη Γερμανία ήταν μονάχα καλά κορίτσια —τίμιος κόσμος και τίποτα παραπάνω.
Ο Σταύρος δεν έλεγε τίποτα, δεν ξανάπε τίποτα, την άφησε και τον άλεθε. Πολύ λυπημένος του φαινόταν του Σκουρογιάννη, μαραμένος άνθρωπος ήταν αυτός, με κείνη την άσπρη ποδιά του μάγειρα —δεν του πήγαινε καθόλου του Σταύρου τέτοια ποδιά —τέτοιου Σταύρου.
—Άντε, ρε Σκουρογιάννη, του λέει στο τέλος, κάνε μου τη χάρη και φύγε από δω. Σήμερα κιόλας, να μη σε βλέπω. Στενοχωριέμαι... Μας πήρε ό διάολος όλους. Και μένα με το μαγέρικο και σένα, μ΄ αυτό το Ντομπρίνοβο —φεύγα από δω.
Ο τελευταίος άνθρωπος ο δικός του ήταν ο Σταύρος —και δεν υπήρχε κι αυτός. Οι άλλοι —είναι κι άλλοι, υπάρχουν ακόμα;— είχανε μείνει στη Γερμανία, ψευτοφιλόσοφοι ωραίοι, βασανισμένοι χαμάληδες, Ρομιοί της πίκρας, της φτώχειας, της νοσταλγίας.
Και τότες ο Σκουρογιάννης, γυρίζοντας στο Ντομπρίνοβο που 'χε ερημώσει, μπορούσε πια να το ξέρει πως ο τόπος αυτός ήταν ο τόπος της τελευταίας, της τελειωτικής ερημιάς. Ανύπαρκτος τόπος. Πως είκοσι χρόνια παιδεύτηκε, ονειρεύτηκε, σ' αυτόν τον ανύπαρκτο τόπο να φτάσει...
Εκείνη η ξαφνική βροχούλα τα 'κανε όλα, απ' αυτήν γίνηκαν όλα. Πήρε πάλι τον κατήφορο για τη ρεματιά, πήρε τον ανήφορο για το δάσος. Εκεί τον έπιασε. Στάθηκε όσο να περάσει —πέρασε γρήγορα. Πήρε πάλι τον ανήφορο σιγά-σιγά για το ξέφωτο. 0 ήλιος πρόβαλε πάλι, ο τόπος απόμεινε υγρός, όλο το μικρό λιβάδι. Έκατσε στη συνηθισμένη του θέση —ήτανε σήμερα πολύ λυπημένος, δεν τ' άνοιξε το δισάκι του —καθόταν εκεί λυπημένος. Ολομόναχος —εντάξει. Διωγμένος, καταδιωγμένος —από ποιόν; Γιατί;
Κι ολότελα ξαφνικά τα 'δε μπροστά του. Σηκώθηκε, τα κοίταξε, ξανακοίταξε —δε μπορεί να γελιότανε, τα 'ξερε. Ήταν αυτά. Τ' αρκουδίστικα χνάρια, τα μεγάλα της πέλματα. Αυτή 'ταν. Η αρκούδα του Σμόλικα, του Πάπιγκου, της Πολιάνας —ή Μάρω του Πίνδου. Και ζούσε ακόμα. Ζούσε κι αυτή. Η λύπη του σκόρπισε μονομιάς —η καρδιά του χτύπησε δυνατά, τον παλμό της βουνίσιας του ράτσας, της δικής του της γης. Σαν τώρα μονάχα να 'φτάσε εκεί, τώρα μονάχα να 'χε γυρίσει. Αυτά τα χνάρια γινόντανε τώρα, ξαναγινόνταν, η σιγουριά του η χαμένη πως είχε φτάσει σε τόπο πού δεν ήταν ανύπαρκτος, πού δεν ήτανε της νοσταλγίας του μόνο, της φαντασίας του —η σιγουριά που 'χε χάσει μέσα σ΄ αυτούς τους τρελούς, τους μισούς, τους αφιονισμένους, τους νικημένους ανθρώπους πού βρήκε γυρίζοντας. Πήγε ως την άλλη άκρη απ' το ξέφωτο, έφκιασε λίγο τον τόπο με τις παλάμες του, άδειασε εκεί το δισάκι του. Την άλλη μέρα ξεκίνησε απ' το πρωί —το ψωμί, το τυρί, που της άφησε, δεν ήταν εκεί. Τής έφερε πάλι —και ζάχαρη. Και τις άλλες μέρες —κάθε μέρα.
—Ε, λοιπόν, είπε ο γέρος ο Τράκας. Για μεγάλη δουλειά πας εσύ. Ξυλεία; Καλά το κατάλαβα.
— Και βέβαια, είπε αυτός χωρίς δυσκολία.
— Θα γράψω αμέσως στα παιδιά μου στη Λάρισα. Γι΄ αυτό δεν τα 'θελες τα καθαριστήρια.
— Και βέβαια, είπε πάλι ό Σκουρογιάννης, μεγάλη δουλειά.
— Αυτό μελετάς εκεί πάνω πού πας;
— Αυτό.
— Καλά κάνεις. Το 'ξερα εγώ.
Και το μελετούσε. Πάρα πολύ. Μέρα με μέρα με το φαΐ πού της άφηνε στην ίδια θέση. Ώσπου την είδε. Ξεπρόβαλε μέσα απ' τα δέντρα. Στάθηκε μια στιγμή — τράβηξε ύστερα για τη θέση που της άφηνε το φαί. Τον είδε, τρόμαξε, έκανε να φύγει πίσω —έμεινε εκεί. Αυτός την κοιτούσε ασάλευτος. Πρέπει να 'τανε μικρή, θηλύκια, δε θα 'ταν ακόμα δύο χρονών. Μείναν έτσι —και κοιτάζονταν. Ο τελευταίος άνθρωπος του Ντομπρίνοβου κ' η τελευταία αρκουδίτσα του Πίνδου στάθηκαν εκεί στο ξέφωτο εκείνο του δάσους, από τις δυο τις μεριές του και κοιταζόντανε. Δύσπιστα, δισταχτικά και καχύποπτα —χωρίς να μπορούνε να φύγουν —δεν είχανε που να πάνε.
Την άλλη μέρα τ' άρχιζε πια το μεγάλο παιγνίδι: Γέμισε τον τορβά του, πήρε μαζί του και το μεγάλο δίκοπο μαχαίρι. Έκατσε στη θέση του και περίμενε. Την ίδια ώρα, τη χτεσινή, το ζώο ξαναπρόβαλε μέσ' απ' τα δέντρα. Ξανασταθήκανε μια στιγμή και κοιταχτήκανε πάλι. Άνοιξε το δισάκι του, του πέταξε ένα κομμάτι ψωμί. Το ζώο το πήρε, πήγε τώρα κοντύτερα. Και τρίτο —ακόμα κοντύτερα. Ήτανε τόσο κοντά, που χρειάστηκε να κρατάει τη λαβή του μαχαιριού του. Του πέταξε υστέρα μια σακουλίτσα ζάχαρη —όλα πήγανε καλά για σήμερα.
Και πήγανε και τις άλλες μέρες. Και το ζώο πλησίαζε κάθε φορά περισσότερο, τρία μέτρα, δύο μέτρα, ένα μέτρο, μισό.
— Και πώς πάμε; ρώτησε ο Τράκας.
—Τελειώνει, είπε αυτός, έρχεται πια το φθινόπωρο.
Και τελείωσε στ' αλήθεια. Άπλωσε πια και το χέρι του —μια χούφτα ζάχαρη. Η αρκούδα πήγε και το 'γλειψε. Και την άλλη μέρα —και την παράλλη κ' έμεινε δίπλα του, περιμένοντας. Και τότες αυτός άπλωσε τα χέρια του και της αγκάλιασε το κεφάλι. Το ζώο τ' άφησε μ' εμπιστοσύνη μέσα στα χέρια του. Ξεχείλισμα της δικής του λύπης, της μοναξιάς, της απελπισίας του —έσφιξε τ' αγαπημένο κεφάλι μέσα στα χέρια του. Η αρκουδίτσα τανύστηκε —ένιωσε μέσα στα χέρια του το σπαρτάρισμα του αζευγάρωτου θηλυκού. Έτσι όπως ήτανε έσκυψε και το φίλησε στο κούτελο, το ζώο μούγκρισε, στα δικά του τα μάτια ανέβηκαν τα δάκρυα, τόσον καιρό κρατημένα.
— Τελειώσαμε, του 'πε του Τράκα.
—Έγραψα πια στα παιδιά, είπε κείνος.
Το φθινόπωρο φτάνει πάντα γρήγορα στον Πίνδο — τον Οκτώβρη συννεφιάζει πια, αρχίζει κιόλας το κρύο. Ο Σκουρογιάννης κατάλαβε —η ώρα της αρκούδας του για το χειμωνιάτικο ύπνο της κόντευε. Έβλεπε τα μάτια της και μισόκλειναν κάποτε, το κεφάλι της βάραινε. Κάθεται δίπλα του, του γλείφει κάποτε και το χέρι μα το φαΐ του από μέρα σε μέρα όλο λιγότερο γίνεται.
Αυτή τον πήγε στη χειμωνιάτικη τρύπα της —μια μεγάλη κουφάλα και τρία πεύκα τριγύρω. Αυτός κουβάλησε ζάχαρη, της την έβαλε σε μια γαβάθα —να την βρει ξυπνώντας την άνοιξη. Ξάπλωσε το ζώο, του χάιδεψε αυτός το κεφάλι στο κούτελο, όπως χαϊδεύουνε τα σκυλιά. Μισάνοιξε μια φορά τα μάτια του πάλι — όλο και βάραινε— έγειρε το κεφάλι του. Αυτός έσκυψε, το χάιδεψε καναδυό -φορές —είχε κοιμηθεί. Τελείωσε. Σηκώθηκε να φύγει. Ξαναστάθηκε μια στιγμή στην άκρη της κουφάλας:
— Κοιμήσου εσύ, ερ' μου πουλί μου, κοιμήσου τώρα. Θα ξαναβρεθούμε την άνοιξη; Ιμείς οι δυο απομείναμαν σε τούτον τον τόπο —κανένας άλλος— δεν έμεινε τίποτα εδώ.
Και κατέβηκε στο ερημωμένο χωριό, που δεν είχε να κάνει τίποτα, τετράδιπλα ορφανεμένος.
Και τότες έρχεται ο συγγραφέας ο φίλος μας, αυτός πού γράφει και τούτη την Ιστορία. Αρχίζει τώρα να φανερώνεται κι ο χαλασμός ο δικός του. Την γράφει, την πάει την ιστορία του και να την τελειώσει δεν ξέρει. Διχασμένος, μοιρασμένος, κομματιασμένος ανάμεσα σε σαράντα δύο Ντομπρίνοβα και σαράντα δύο σημερινές πολιτείες, σαράντα δύο καλούς Σκουρογιάννηδες και σαράντα χιλιάδες δικές του μαύρες κακίες, δεν ξέρει να δώσει μια λύση. Είχε χίλιες έτοιμες, σωστές, να διαλέξει κάποια, όπως κάθε συγγραφέας της προκοπής ξέρει να κάνει: Να το σκοτώσει ο Σκουρογιάννης τ' αγαπημένο του ζώο. Να πεθάνει και κείνος μαζί του. Να του το σκοτώσουν οι Ντομπρινοβίτες, οι Σκαμνελίτες, όπως σκοτώνουν λαθραία τις άλλες αρκούδες. Με μια στάλα καλοσύνη μπορούσε ακόμα να βάλει το Σκουρογιάννη και να το πάρει μαζί του, να το κρατήσει στην αυλή του σπιτιού του —αυτό θα 'ρχόταν πίσω του σα μανάρι— όπως είχε ακούσει παλιά και κάναν οι βλάχοι —ούρσου τη λέγανε την αρκούδα που 'χαν δεμένη μπροστά στο κονάκι τους. Και δεν τις θέλει —καμιά απ' αυτές δεν του πάει. Το Ντομπρίνοβο, λέει, με την παλιά προκοπή του, οι γεροί του άνθρωποι που ξεριζώθηκαν και χάθηκαν, ο Σκουρογιάννης εκείνος που γύρισε να τα βρει και δε βρήκε τίποτα, η τελευταία αρκουδίτσα του Πίνδου που πεινασμένη, αζευγάρωτη, του φιλούσε τα χέρια —πέθαναν. Και πέρα απ' το θάνατο, λέει, δεν είναι τίποτα.

Το 1990 η Μ. Σπυράτου μετέφερε το απόσπασμα στην κινηματογραφική οθόνη. Την ταινία Η τελευταία αρκούδα του Πίνδου μπορείτε να παρακολουθήσετε εδώ


1 σχόλιο:

  1. Η ταινία που είδαμε,η οποία βασίζεται πάνω στο μυθιστόρημα του Δ.Χατζή ήταν αρκετά καλή,αν και είχε κάποια προβλήματα στον ήχο.Αυτό που δεν μου άρεσε ήταν ότι δεν υπήρχε πλοκή,δράση και το ότι υπήρχαν ελάχιστοι διάλογοι με αποτέλεσμα σε κάποιο να μην μας κινεί και τόσο το ενδιαφέρον-περιέργεια. Ωστόσο το ότι δεν υπήρχε ένα ξεκάθαρο τέλος είναι κατά την άποψη μου αρκετά καλό γιατί ο καθένας φαντάζεται το δικό του τέλος γι'αυτήν την ιστορία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή